- σποραδικῶς
- σποραδικόςscatteredadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σποραδικώς — σποραδικῶς ΝΜΑ βλ. σποραδικός … Dictionary of Greek
σποραδικός — ή, ό / σποραδικός, ή, όν, ΝΜΑ [σποράς, άδος] 1. σκόρπιος, σκορπισμένος εδώ κι εκεί (α. «σποραδικοί οικισμοί» β. «τῶν τε γὰρ θηρίων τὰ μὲν ἀγελαῑα τὰ δὲ σποραδικά ἐστιν», Αριστοτ.) 2. (για νόσο) αυτός που υπάρχει ή μεταδίδεται σε κάθε τόπο και σε… … Dictionary of Greek